-
1 нож
το μαχαίρι- бульдозера η λεπίδα του (γεω)προωθητή/της μπουλτόζαςрасклинивающий - лес. η σφήναсапожный - η φαλτσέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нож
-
2 плуговой
επ.του αρότρου, του αλετριού. -
3 отвал
1. (действие) η (εν)απόθεση 2. (режущая часть плуга) с.-х. о αναστρεπτή-ρας του αρότρου 3. (насыпь) о χώρος (εν)απόθεσης, το ανάχωμα 4. горн. η (εν)απόθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвал
-
4 нож
-а α.μαχαίρι, μάχαιρα•нож для хлеба ψωμομάχαιρο•
нож для бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης•
мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής•
перочинный нож γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο•
столовый επιτραπέζιο μαχαίρι•
нож для мяса κρεοκόπτης, σατίρι•
удар -ом μαχαιριά•
плужный нож μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου•
сапожный нож φαλτσέτα•
кухонный нож μαχαίρι μάγειριού.
εκφρ.нож острый – μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)•быть на -ах – είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατερά)•лечь под нож – ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)•как -ом по сердцу – σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)•под -ом умереть – πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. -
5 зуб
1. тех. (во мн ч зубья) το δόντι, ο οδούςграбельный - του δίχαλου, διχαλωτό -2. (орган во рту для кусания, измельчения и разжевывания пищи) (во мн. ч зубы) το δόντ/ιкоронка - а анат. μύλη του - ιούглазной - ο κυνόδους, ο κυνόδονταςмолочный - γάλακτος, ο γαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуб
-
6 перо
-а, πλθ. перья-рьев ουδ.1. φτερό, πτερό•очистить курицу от перьев μαδίζω την κότα•
страусовые перья φτερά στρουθοκαμήλου•
-ья на шлеме λοφίο φτερών στο κράνος.
(κυνηγ.) αθρσ. τα αγριοπούλια.2. γραφίδα, πένα (κατ αρχή από φτερό)•ручка с -ом κονδυλοφόρος με πένα•
стальное перо μεταλλική πένα.
|| μτφ. ικανότητα συγγραφική•положить перо αφήνω, (παρατώ) την πένα (παύω να συγγράφω).
3. πτερύγια ψαριών.4. то πράσινο φύλλο των κρεμμυδιών ή σκόρδων.5. πτερύγιο•перо сохи αναστρεπτήρας (φτερό) αρότρου•
перо весла το φτερό του κουπιού.
εκφρ.бойкое перо – γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγου)•что написано -ом, не вырубишь топором – ό,τι γρά-τηκε δεν ξεγράφεται• τα λόγια πετάν, τα γραπτά μένουν.
См. также в других словарях:
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek